- σφίγγω
- έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια.3. πιέζω κάποιον έτσι που να νιώθει πόνο, στενοχωρώ: Με σφίγγουν τα παπούτσια.4. δένω, ενώνω ισχυρά δύο πράγματα: Έσφιξε τα δόντια του από την οργή του. – Έσφιξε τη θηλιά.5. μτφ., εξαναγκάζω κάποιον, τον φέρνω σε δύσκολη θέση: Άμα τον σφίξεις λίγο, θα μελετήσει. – Τον έσφιξε η πείνα.6. αμτβ., γίνομαι πιο στερεός, πιο πυκνός: Έσφιξε το χώμα από την ξηρασία. – Έσφιξε το τσιμέντο.7. εντείνομαι: Έσφιξαν τα κρύα.8. το παθ., σφίγγομαι καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, περιορίζομαι οικονομικά: Σφιχτήκαμε και τα βγάλαμε πέρα.9. στριμώχνομαι: Σφίχτηκαν για να χωρέσουν.10. «Σφίγγω τα λουριά», περιορίζω· «Σφίγγω την καρδιά μου», καταπνίγω τα συναισθήματά μου: Συμβούλεψε τη χήρα να σφίξει την καρδιά της και να φροντίσει για τα παιδιά. «Σφίγγεται η καρδιά μου», νιώθω μεγάλη λύπη: Σφίγγεται η καρδιά σου σαν τον δεις στα χάλια που βρίσκεται. «Σφίγγω το ζουνάρι», μένω νηστικός, περιορίζω τα αγαθά που καταναλώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.